- ἐπολοφύρομαι
- ἐπολοφύρομαι [pron. full] [ῡ],A lament over, τινι J.BJPraef.4 ; πολλὰ ἔργῳ ib. 6.4.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επολοφύρομαι — ἐπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] θρηνώ, οδύρομαι για κάτι («ἐπολοφύρεσθαι ταῑς τῆς πατρίδος συμφοραῑς», Ιώσ.) … Dictionary of Greek